αβέρτος

αβέρτος
-η, -ο
επίρρ. (λ. ιταλ.), ανοιχτός, ανεμπόδιστος: Είχε το σπίτι του αβέρτο. – Μοιράζει υποσχέσεις αβέρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • αβερταρία — η [αβέρτος] ευρυχωρία που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση …   Dictionary of Greek

  • αβερτοσύνη — η [αβέρτος] 1. ειλικρίνεια, ανυστεροβουλία 2. ευπροσηγορία, προθυμία 3. απλοχεριά, κουβαρντοσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”